- γλώσσα
- η1. όργανο των ανθρώπων και των ζώων που βρίσκεται στο εσωτερικό του στόματος και χρησιμεύει στο μάσημα και στην κατάποση της τροφής καθώς και στην άρθρωση του λόγου, το αισθητήριο όργανο της γεύσης: Στέγνωσε η γλώσσα μου.2. μτφ., αυτό που είναι όμοιο με γλώσσα: Η γλώσσα του παπουτσιού.3. ο λόγος, η ομιλία: Χρησιμοποίησε γλαφυρή γλώσσα.4. το όργανο που χρησιμοποιούν άτομα ενός έθνους ή ομάδας για τη συνεννόησή τους: Η ελληνική γλώσσα.5. είδος ψαριού: Φάγαμε γλώσσες στη σχάρα.6. φρ., «Δε βάζω γλώσσα μέσα», μιλώ ακατάπαυστα· «Η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι», τον έπιασε φλυαρία· «Δέθηκε η γλώσσα μου», δεν κατάφερα να πω κουβέντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.